Dictionary of Greek. 2013.
στάχτερη — και στάκτερη, η, Ν βοτ. κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρετυμολ. απόδ. της τουρκικής ονομ. σιαχτερέ του φυτού] … Dictionary of Greek